παρα-κείμενα

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 17, 2012

196 ~ φιλιά, iv


Gustav Klimt, The kiss

Ο ήλιος
έκλινε προς το μαβί.
Έσκυψε και τη φίλησε
και ο ουρανός γέμισε χρώματα.

Γιώργος Ξ. Στογιαννίδης



ΑΝΤΙΕΡΩΤΙΚΟ

[....]
γεννήθηκες αίνιγμα μεγάλωσες γρίφος
δεν μπορώ να λύσω τίποτα από σένα
παρά μόνο τα μαλλιά σου

να μεγεθύνω το αρνητικό των λέξεών σου
να τυπώσω τη σιωπή σου
να σε ακούω να υπάρχεις πουθενά

—έρχεσαι φεύγω—
αέναα με ξεναγείς στην απουσία σου

να κρατήσω τη φωνή σου για ξόρκι
να συντηρώ
το βλέμμα σου κερί μισολιωμένο
για να φωτίζει νύχτες μελλούμενες
κι η μνήμη του φιλιού σου να θυμίζει
πως το δέρμα μου ακόμα υπάρχει

σ' εκδικούμαι υπάρχοντας

σε τιμωρώ να με θυμάσαι

ν' αποστηθίζεις και να ξανακούς στην ερημιά
όσα ποτέ δεν σου είπα

σ' αγαπώ σε μισώ

είσαι η σκουριά της νοσταλγίας
που διασώζεται

το όνειρο που κανείς δεν έχει
ονειρευτεί

ξαναφίλα με

μη μείνω για πάντα στο σκοτάδι
του τελευταίου σου φιλιού

Γιάννης Ευσταθιάδης
-Κιβωτός-


Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΣΤΟ ΡΟΔΑΝΙ

Πάει η ησυχία μου!
Άδεια η καρδιά!
Και δε θα τά 'βρω
ποτέ μου πια!

Όπου δεν είναι,
τάφος για μένα
κι όλα του κόσμου
φαρμακωμένα.

Φτωχό κεφάλι,
που 'χει σαλέψει•
χίλια κομμάτια
γίνηκ' η σκέψη.

Πάει η ησυχία μου,
άδεια η καρδιά.
Ω! δε θα τα 'βρω
ποτέ μου πια.

Στο παραθύρι
αυτόν γυρεύω
κι από το σπίτι
γι' αυτόν μισεύω.

Αρχοντικό 'ναι
το πέρασμά του,
το χαμογέλοιο του,
α αητοματιά του•

ο άκρατος λόγος
με την ορμή του
και τ' άγγιγμάα του
κι αχ! το φιλί του!

Πάει η ησυχία,
πάει κ' ή καρδιά,
αχ! δε θα τα 'βρω
ποτέ μου πια!

Για κείνον καίνε
τα σωθικά μου...
Αχ! να μπορούσα,
στην αγκαλιά μου,

όπως το θέλω,
να τον φιλήσω,
μέσ' στα φιλιά του
να ξεψυχήσω!

Johann Wolfgang Goethe
-Ποιήματα άλλων καιρών και άλλων τόπων-
*μτφ: Κωνσταντίνος Τσάτσος


Ο ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΠΟΥ ΑΡΝΗΘΗΚΕ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
4

- Να χαρείτε, πέστε μου κι άλλα, τον είχε παρακαλέσει η Φουζάκο κι ο Ρουάγι είχε διαισθανθεί πως δε θα την πείραζε καθόλου αν έσκυβε και τη φιλούσε. Το απαλό, περίπαθο παιχνίδισμα των χειλιών τους άλλαζε θαυμαστά σε κάθε σμίξιμό τους και το φως που ο καθένας τους μετέδιδε στον άλλον μέσα από τα συνεχή αγκαλιάσματα τους δεν άργησε να μεταλλάξει σε μια και μόνη φωτεινή κλωστή όλο γλύκα και απαλοσύνη. Οι ώμοι της κάτω απ' τις τραχιές του παλάμες ήταν πια μια πραγματικότητα που ξεπερνούσε κάθε όνειρο.

Η Φουζάκο είχε χαμηλώσει τις βλεφαρίδες της έτσι όπως διπλώνει η πεταλούδα τα φτερά της κι ο Ρουάγι είχε σκεφτεί πως αυτή η πέρα από κάθε περιγραφή ευδαιμονία έφτανε για να πνίξει έναν άντρα. Στην αρχή η ανάσα της φαινόταν να βγαίνει κάπου μέσα από το στήθος της, αλλά βαθμιαία η θέρμη και η ευωδιά της άλλαξαν τόσο που έδιναν την εντύπωση πως ανάβρυζαν από κάποιο εσώτερο απροσμέτρητο βάθος. Αλλά το ίδιο αλλιώτικο ήταν πια και το πάθος που τη συνδαύλιζε.

Έμειναν αρπαγμένοι ο ένας από τον άλλον, σπαραγμένοι και τρέμοντας από πόθο, σαν ζώα σε δάσος που 'χει πάρει φωτιά και σπαρταρούν κυκλωμένα από τις φλόγες. Τα χείλη της Φουζάκο γλύκαναν και μαλάκωσαν και ο Ρουάγι ένιωσε έτοιμος να πεθάνει, και μόνο όταν οι κρύες άκρες της μύτης τους άγγιξαν η μια την άλλη συνειδητοποίησαν κι οι δυο τους πως ήταν δυο ξεχωριστά κορμιά.

Yukio Mishima
-Ο ναυτικός που αρνήθηκε τη θάλασσα-
*μτφ: Βαγγέλης Κατσάνης


ΕΝΑ ΦΙΛΙ

Εγώ καρδιά μου, πρώτα εγώ
σε φίλησα στο στόμα
Κι ήταν εκείνο το φιλί
σαν κεραυνός σαν αστραπή
που το θυμάμαι ακόμα

Ένα φιλί,
ένα φιλί,
ένα φιλί στο στόμα

Εγώ καρδιά μου κι αν πονώ
κι αν σ' αγαπάω ακόμα
η μοίρα φταίει η τρελλή
κατάρα που 'δωσε κι ευχή
να το θυμάμαι ακόμα

Ένα φιλί,
ένα φιλί,
ένα φιλί στο στόμα

Γιώργος Ζήκας
(
με τον Kώστα Μακεδόνα)

Ετικέτες

permalink σχoλια: 0 ...

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 02, 2012

195 ~ όνειρα, iv



Έκλεισε το καλοριφέρ σήκωσε τις κουβέρτες
άφησε τα όνειρα ακάλυπτα
"μπορώ να ζήσω και δίχως αυτά" είπε.

Γ.Ξ. Στογιαννίδης


ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

Μουσική τ' αστέρια που ξενυχτήσαμε
Όταν αποζητούσε φως η νύχτα της ψυχής
Μα δεν υπήρχαν παρά σκοτεινοί ήσκιοι
Και το κενό που αδειάζει τις αναμνήσεις
Ναι! η αφή για λίγο ακόμα θυμάται
Ύστερα βουβαίνεται κι αυτή
Έρχονται τότε τα όνειρα
Και η τυραννία τέλος δεν έχει.

Έρχονται
από μυστικούς διαδρόμους από κάμαρες από κρύπτες
Κρατούν κλειδιά ανοίγουν όλα τα συρτάρια
Σκαλίζουν τα φυλαγμένα γράμματα τις φωτογραφίες
Επιμένουν να σου θυμίζουν τούτο κι εκείνο
Και συ απλώνεις τα χέρια
Θέλεις να πιαστείς απ' τα περασμένα
Και την ίδια στιγμή το γνωρίζεις
Είναι όλα χαμένα

Μηνάς Δημάκης
-Ανθολόγιο στην ποίησή του-


Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΓΝΗΣ

Έχει ανοιχτά τα μάτια, όμως ακόμη βλέπει
και ξυπνητή κάτι απ' του ύπνου της την οπτασία
και μιαν οδυνηρή αλλαγή που απομακρύνει
την ευλογία του ονείρου που ήταν βαθύ και αγνό.
Κι η Μανταλένα η όμορφη να κλαίει αρχίζει
και μουρμουρίζει αναστενάζοντας λέξεις χωρίς ειρμό,
ενώ το βλέμμα της στο νέο προσηλώνει
που ήταν γονατιστός με πλεχτά χέρια, λυπημένος,
ασάλευτος, διστάζοντας κάτι να πει στην ονειροπαρμένη.

- «Αχ Πόρφυρε», έλεγε, «πριν από μια στιγμή
στην ακοή μου έτρεμε γλυκά η φωνή σου'
γινόταν πιο μελωδική σε κάθε τρυφερό σου όρκο,
και τα θλιμμένα μάτια σου έλαμπαν κι είχαν ζωή.
Πόσο άλλαξες, πόσο ωχρός και παγωμένος είσαι!
Με τη φωνή σου εκείνη πάλι μίλησέ μου,
μ' εκείνες τις αθάνατερ ματιές και τα παράπονα.
Αχ, μη μ' αφήνεις μόνη μες στη λύπη αυτή,
γιατί, αν πεθάνεις, πες μου τι θα γίνω εγώ, καλέ μου;»

Σαν φλόγα τότε, όσο ποτέ κανείς θνητός,
ο Πόρφυρος σηκώνεται στο ηδονικό άκουσμά της,
αιθέριος, ρόδινος, όμοιος με άστρο ακτινοβόλο
μέσα στα ζαφειρένια βάθη του ουρανού,
και περνά στ' όνειρό της, όπως το τριαντάφυλλο
που σμίγει τ' άρωμά του στο άρωμα βιολέτας,
ένωση αγάπης. Τη στιγμήν εκείνη αέρας κρύος ρίχνει
σαν του έρωτα συναγερμός, χιονόνερο, χαλάζι
στα κρύσταλλ. Η σελήνη της Αγίας Αγνής έχει πια δύσει.

Σκοτάδι, και λοξά η βροχή, χτυπώντας πέφτει.
- «Δεν είναι όνειρο, καλή μου, Μανταλένα».
... ... ...

John Keats
-Το Εντευκτήριον-
*μτφ: Στυλιανός Αλεξίου


EROICA
κεφ. ΙΧ

Μα τώρα πια η Μόνικα δε διασκέδαζε με τέτοιες σαχλαμάρες. Μια φυγή, αυτό ποθούσε, να ξεφύγει από κάτι που ωρίμασε και φοβερίζει.

Είδε κι ένα όνειρο περίεργο. Ούτε η Τσελίνα μπόρεσε να το εξηγήσει. Και η Τερέζα βέβαια θα ξανάπε πως δεν πρέπει να ονειρεύεται μια και δεν ξέρει τ' είναι τ' όνειρό της.

Ονειρεύτηκε πως ξύπνησε, δεν καταλάβαινε από τι, από μια πρόσκληση επιταχτική μέσα στη νύχτα. Πέρασε πάνω από την Τερέζα που κοιμόταν κι έτσι, αλαφροπατώντας στις μύτες των ποδιών, βρέθηκε στο μυστικό της περιβόλι (αυτό που τώρα πια μαράθηκε) μπροστά στη λίμνη με τα νούφαρα. Δεν ήταν όμως νούφαρο αυτό που πρόβαλε στη μέση της λιμνούλας. Κάποιο κλωνάρι ανέβαινε σιγά και στην κορφή του ένα μπουμπούκι ανοιγότανε - αργά, φύλλο με φύλλο, φαντασματικό, αθόρυβο σαν άστρο. Η χαμηλή σελήνη σάρωνε τη γλαρή επιφάνεια του νερού. Κι όπως εκείνη έσκυψε πάνω από τη λίμνη, είδε στο βάθος της να καθρεφτίζεται το δέντρο με τα λυγιστά σαν πίδακας κλωνιά — κι ήταν ο φύλακας του λουλουδιού ολόκληρη τη νύχτα. Ως ότου, τα χαράματα, χλώμιασε η σελήνη...

Τα μάτια της ήταν βαθουλωτά και γυάλιζαν καθώς το διηγόταν. Κι έλεγε ακόμα μήπως δεν ήταν ψες τη νύχτα πού είδε τ' όνειρο, ίσως πρίν από χρόνια — και πάσχιζε να θυμηθεί μήπως αντί λουλούδι ονειρεύτηκε ένα σύννεφο χρυσό ή κάποιο μακρυνό αστέρι, τόσο γλυκά σελάγιζε. Μα δε θυμότανε να πει τι ήταν.

Κοσμάς Πολίτης


ΕΤΣΙ Σ' ΑΓΑΠΗΣΑ

Έτσι σ' αγάπησα,
σαν όνειρο γλυκό που δεν τελειώνει
Κι όταν στα χέρια μου σφιχτά σε κράτησα
είδα καινούργια εποχή, να ξημερώνει.
Έτσι σ' αγάπησα...

Έτσι σ' αγάπησα κι όμως με πρόδωσες
και ζω συνέχεια με μια απορία
Αν είσαι όνειρο μέσα στα όνειρα
κι ένα ταξίδι μου στη φαντασία

Χρήστος Νικολόπουλος / Λευτέρης Χαψιάδης
με τον Διονύση Θεοδόση
-(και live)-

Ετικέτες

permalink σχoλια: 0 ...