παρα-κείμενα

Τρίτη, Ιουλίου 17, 2012

206 ~ μνήμη, ii


ArtManifesto

Κάποιοι
το χώρο αυτόν
της συντριβής των επιθυμιών
τον ονομάζουν Μνήμη…


Γιάννης Τόλιας
-Ευλύπη-



ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Δωροδοκούμε τους πάντες για ν' ακροβατήσουμε.
Με μάτια κλειστά σημαδεύοντας την άκρη.

Προκαταβάλλουμε το τίμημα ολόκληρο
για τις παραγγελίες που δίνουμε
στην ανοιχτή αγορά της μνήμης.
Με μια προτίμηση στα τραύματα.
Τα απλά αινίγματα της φύσης.

Να κόβεις τις φλέβες σου
για να τρέξει περισσότερο το αίμα
και να σε παίρνει ο ύπνος.

Ψωνίζουμε με έκπτωση στα παζάρια του κρέατος.
Για το αίμα που χύνεται
στις απρόβλεπτες γωνίες της ζωής μας.

Για τα κόκαλα που γλείφουν τα σκυλιά
στα σχεδιασμένα ατυχήματα της Ιστορίας.

Σφυρίζοντας ανομολόγητα μοιρολόγια
- δαγκώνοντας το έμβρυο της φωνής -
κομματιάζουμε
με δάχτυλα κοφτερά
μνήματα της γλώσσας.

Νοήματα αναλφάβητα του σώματος.

Που μας γειώνουν στην απουσία πού ψηλαφούμε.
Με την ταχύτητα της ύλης που γίνεται καημός.

Τίμημα αθανασίας
στους ανθισμένους γκρεμούς
που παίζουμε και πέφτουμε πάντοτε.

(Ξυπόλυτοι. Πόδια, χέρια, στήθια. Κοιλιά.
Πλάτη, μασχάλες, λαιμός. Χείλη, γλώσσα, δόντια.
Μάγουλα. Μάτια.)

Στην ανθηρότητα της λήθης
με σάρκα και οστά.

Μετέωρο χώμα.
Λίπασμα καλό.

Παναγιώτης Κερασίδης
-η λέξη, τχ. 183-



ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΑΝ ΚΙ ΑΥΤΗ

Ώρα πολλή έφερνε βόλτες πάνω κάτω
παγιδευμένος μέσα στον ίδιο του το χώρο.
Μακάρι να 'ξερε με λέξεις ποιες
αυτή τη μνήμη να την πει,
αλλά του είναι τόσο δύσκολο,
που γύρω του σωρός τσαλακωμένα τα χαρτιά.
Τώρα πηγαίνει στο παράθυρο,
ανάβει ένα τσιγάρο.
Κατακαλόκαιρο, πηχτό τ' απόγευμα,
κι από το δρόμο φτάνουν οι φωνές κι ο θόρυβος.
Ίσως μια μέρα σαν κι αυτή
ξεκίνησε αυτό που εξαιτίας του
βρέθηκε εδώ που είναι τώρα: ένα άδειο δωμάτιο.
Ίσως μια μέρα σαν κι αυτή
ξεκίνησε αυτό που τον κρατάει ακόμη
σε διέγερση μα ζωντανό: η μνήμη της.
Ακόμη και οι μυρωδιές μοιάζουνε ίδιες.
Πάει και κάθεται ξανά, παλεύει με τις λέξεις,
κι εκείνη λες και στέκεται στο πλάι του,
λες και το γέλιο της ακούει στα σεντόνια.
Κι όμως ενώ γράφει τις λέξεις και την κρατάει πάλι αγκαλιά,
ξέρει καλά πως το απόγευμα γλιστράει και φεύγει,
ότι η μέρα αυτή καθώς κι η άλλη απ' το παρελθόν,
δύοντας η βραδιά που μόλις έχει ανατείλει,
θα μοιραστούν την ίδια αδυσώπητη μοίρα.

Francesc Parcerisas
*μτφ: Μαρία Λαϊνά
-Εντευκτήριο, τχ.79-



ΔΥΤΙΚΗ ΣΥΝΟΙΚΙΑ

Όλα αυτά τα χρόνια η μνήμη του έμοιαζε σταματημένο ρολόι που σκονιζόταν ξεχασμένο σε κάποιο ράφι, μα καθώς βγήκε στη μέση η Άννα και το κούρντισε, πήρε πάλι μπρος και δούλευε με μια ένταση που σχεδόν τον τρόμαζε. Ανακύκλιζε μέσα του λεπτομέρειες απ' την άλλη ζωή του, τις πιο απίθανες ώρες, ακόμα και τις ώρες που χρειαζόταν όλη του τη συγκέντρωση και την προσοχή — όπως λογουχάρη στο νοσοκομείο, όταν έσκυβε με τον καθηγητή πάνω από μια δύσκολη περίπτωση. Ήταν σα να συμμάζευε μ' εξαιρετική επιμέλεια σκόρπια μέλη κι αγωνιζόταν να τ' ανασυνθέσει κομμάτι-κομμάτι, με μια αγωνιώδη προσοχή, για να μην του ξεφύγει ούτε το πιο μικρό κουρελάκι, σα να 'ταν πολύτιμα όλα αυτά — λες κι αν τ' άφηνε να σκορπίσουν στους πέντε ανέμους, θα σκορπίζονταν μαζί τους κι ο κόσμος όλος και θα ξαναγύριζε στην προαιώνια νύχτα του.

Χριστόφορος Μηλιώνης
-η λέξη, τχ.3-
ΜΑΝΤΗΣ

...
Χιόνι ο χρόνος σαν σεντόνι
σε σκεπάζει μια στιγμή,
σου χαμογελάει και λιώνει
μένει η αλήθεια σου γυμνή

Μα είν' η μνήμη βάλσαμο σαν τις βροχές του Μάρτη
κι αφήνει τα σημάδια της πάνω στης γης το χάρτη

Σωκράτης Μάλαμας / Γιάννης Μελισσίδης
με τον Σωκράτη Μάλαμα

Ετικέτες

permalink σχoλια: 0 ...

Δευτέρα, Ιουλίου 02, 2012

205 ~ λουλούδια, iii



Ανέβηκα στον καθαρό ουρανό
... ... ...
Η γη ήταν ένα τραντάφυλλο ανοιχτό, εγώ το είδα!

Juan Ramón Jiménez
*μτφ: Αργύρης Χιόνης
-Ποίηση, τχ.10-


Ο ΜΑΘΙΟΣ ΠΑΣΚΑΛΗΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ

Καπνίζω χωρίς να σταματήσω απ' το πρωί
αν σταματήσω τα τριαντάφυλλα θα μ' αγκαλιάσουν
μ' αγκάθια και με ξεφυλλισμένα πέταλα θα με πνίξουν
φυτρώνουν στραβά όλα με το ίδιο τριανταφυλλί
κοιτάζουν περιμένουν να ιδούν κάποιον δεν περνά κανείς•
πίσω από τον καπνό της πίπας μου τα παρακολουθώ
πάνω σ' ένα κοτσάνι βαριεστισμένο χωρίς ευωδιά,
στην άλλη ζωή μια γυναίκα μού έλεγε μπορείς να γγίξεις αυτό το χέρι
κι είναι δικό σου αυτό το τριαντάφυλλο είναι δικό σου μπορείς να το πάρεις
τώρα ή αργότερα, όταν θελήσεις.

Κατεβαίνω καπνίζοντας ολοένα, τα σκαλοπάτια
τα τριαντάφυλλα κατεβαίνουν μαζί μου ερεθισμένα
κι έχουνε κάτι στο φέρσιμο τους απ' τη φωνή
στη ρίζα της κραυγής εκεί που αρχίζει
να φωνάζει ο άνθρωπος: «μάνα» ή «βοήθεια»
ή τις μικρές άσπρες φωνές του έρωτα.
... ... ...

Γιώργος Σεφέρης
-Ποιήματα-


ΒΡΟΧΗ ΑΠΟ ΜΕΝΕΞΕΔΕΣ

... ... ...
Όταν, νύχτα, στο Πέτρζιν πέφτει χιόνι,
ο Μάχα βλέπει το πρωί ότι κρατάει στο χέρι
μιαν ανθοδέσμη από κατάλευκα τριαντάφυλλα
τυλιγμένα σε πέπλο ερωτικό.
Οι μπρούντζινες οι πασχαλιές είναι του ποιητή,
όμως αυτή η ανθοδέσμη ανήκει στην καλή του.
Καημένη Λόρι!

Πηχτός έκαιγε ο χρόνος και μπροστά μας,
βγάζοντας μαύρη κάπνα.
Ήταν σκοτάδι και η ζωή αχοβολοΰσε ζοφερά
σαν τρένο στα έγκατα της γης.
Τ' αηδόνια κελαηδούσαν, βροντούσαν οι πόλεμοι
και τον χειμώνα έπεφτε χιόνι.

Η λαχτάρα όμως δεν έχει τελειωμό.
Κι εγώ κάποιες φορές κοιτάζω ακόμη
τα άσπρα χιόνινα λουλούδια
που ανήκουν σε μάτια αγαπημένα
και γλυκά χείλη.
Και τα λουλούδια όμως αυτά γρήγορα λιώνουν
και δάκρυα κυλούν στη γη.
Αντιστέκομαι όμως στον θάνατο
και κρατιέμαι απ' το τραπέζι μου
όπως οι επιβάτες στο κατάστρωμα του Τιτανικού
πιάνονταν σπασμωδικά από το κιγκλίδωμα
όταν βούλιαζε το πλοίο.

Και ακόμη όπως σε όνειρο
ακούω μια βροχή από μενεξέδες.

Jaroslav Seifert
*μτφ: Κάρολος Τσίζεκ
-Η γλυκιά συμφορά της ποίησης-



"ΔΟΥΛΕΙΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ"

Βγήκε τώρα σ' ένα δρόμο στενό, πνιγμένο μέσα στους άλλους, σκοτεινό. Έκανε να γυρίσει πισω - «σίγουρα μπερδεύτηκα», σκέφτηκε - όταν ξαφνικά τη χτύπησε στα ρουθούνια μια ελαφριά μυρουδιά από γλυσίνες.

- «Γλυσίνες;» γελούσε κάθε φορά η μητέρα. «Μα δεν μυρίζουν οι γλυσίνες... Κι ύστερα, πού τις θυμήθηκες πάλι...» και σα ν' απόφευγε να ψάξει μέσα στη μνήμη της.

Εκείνη όμως, τη θυμότανε την ανθισμένη γλυσίνα στην κολώνα της βεράντας ψηλά ως την κορφή. Ήτανε το καμάρι της γιαγιάς: «Βρώμισαν πια τα μπαλκόνια με γιασεμιά και βασιλικό...» έκανε περιφρονητικά κ' ύστερα τη μάθαινε και κείνην τα μυστικά για το σόι των λουλουδιών.

«Έχουνε και τα λουλούδια σόι;» σάστιζε η μικρή. Κι επειδή η γιαγιά δεν αποκρινόταν ποτέ απ' ευθείας στο πρόσωπο που ρωτούσε (την πείραζε λέει εκείνη η περιέργεια στο βλέμμα και όλο και θα 'θελε με κάτι να την πολεμήσει) γύριζε σε κείνην που ήτανε κι η πιο μεγάλη: «Και βέβαια έχουνε σόι τα λουλούδια, τι τα πέρασες δηλαδή; Κι η γλυσίνα μου, είναι η πρώτη μέσα στα πρώτα, αριστοκρατικό λουλούδι...» Κι αυτά, ειπωμένα όλα με καμάρι, με περηφάνεια - κ' ύστερα η γιαγιά δεν ξαναμιλούσε πια.

Ίσια στην καρδιά τη χτύπησε τούτη η μυρουδιά της γλυσίνας - «ανοησίες...» λογικεύτηκε. «Πρώτον, δε μυρίζουν οι γλυσίνες, και δεύτερον...» Κι άξαφνα, το γνώρισε απ' τα κάγκελα το σπίτι... ... ...

Κωστούλα Μητροπούλου
-Νέα Εστία, τχ. 813-


ΘΑ ΚΛΕΨΩ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ

Θα κλέψω τα τριαντάφυλλα
απ' την τριανταφυλλιά σου
να ιδώ τι θα 'βρεις αύριο
να βάλεις στα μαλλιά σου

Θα 'ρθώ τη νύχτα που γλυκοκοιμάσαι
και θ' ανεβώ σιγανά σιγανά όλα τα σκαλιά
κι από την γλάστρα - να μου το θυμάσαι
θα κλέψω την πονηρή, την μικρή τριανταφυλλιά

Θα κλέψω τα τριαντάφυλλα
που τόσο σ' ομορφαίνουν
γιατί όσο εκείνα ανθίζουνε
καρδούλες θα μαραίνουν

Μίμης Πλέσσας / Κώστας Πρετεντέρης
- με τον
Αλέκο Πάντα, και
- με την
Ιώ Νικολάου και την Ορχήστρα Νυκτών Εγχόρδων Δήμου Πατρέων

Ετικέτες ,

permalink σχoλια: 0 ...