παρα-κείμενα

Κυριακή, Ιουνίου 16, 2013

223 ~ έρωτας, vi



Έρωτα, α θες ναν τα 'χωμε καλά,
στο σπήτι μου να μη ματαπατήσης.

Ανδρέας Λασκαράτος


ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

Ω τρυφερώτατ' Έρωτα,
Γλυκύ ψυχής μου πάθος,
Θνητός δεν έχει λάθος
Εσέ να προσκυνάη.
Εσύ στιγμή να λείψης
Μαραίνεται όλη η φύση
Νεκρώνει πάσα χτίσι,
Το παν διαλύεται, σβυεί.
Το δυνατό σου χέρι
Νομοθετάει, μορφώνει,
Τον κόσμον εμψυχώνει,
Κινεί και κυβερνάει.
Εσύ 'σαι που λαμπρύνεις
Των ουρανών τους θόλους
Με τους αχτινοβόλους
Αστέρες φωτεινούς.
Της θάλασσας τα βάθη
Μακρυά οχ τ' εσέ δε μνήσκουν
Και οι στεριές ευρίσκουν
Ζωής αναπνοή.
Οχ τ'εσέν' της γης η όψι
Παντού κατοικημένη,
Βλαστίζει στολισμένη
Με λογιαστή θωριά.
Τα πάντα ζιουν και είναι
Στη δύναμί σου μόνη,
Κι' ο κόσμος ξανανειώνει
Με κύκλο σταθερό.
Στην προσταγή σου νοιώθει
Μαλακωμένο στήθος,
Το ανήμερό της ήθος
Η Τίγρι απαρατάει.
Τ' αρπαχτικό Γεράκι,
Το αθώο Περιστέρι,
Με το γλυκό τους ταίρι
Συζιούν μες στη φωλιά.
Του Έρωτα η φλόγα
Είναι παντού χυμένη,
Κι η φύση ερωτεμένη
Τον Έρωτα αντηχάει.
Ω τρυφερώτατ' Έρωτα,
Της φύσης όλης πάθος,
Θνητός δεν έχει λάθος
Εσέ να προσκυνή.

Ιωάννης Βηλαράς
-Ανθολογία Νεοελληνικής Ποιήσεως 1708-1971
του Σπύρου Κοκκίνη-


[ΚΑΘΟΝΤΟΥΣΑΝ, ΤΟ ΤΣΑΪ ΤΟΥΣ ΕΙΧΑΝ ΠΙΕΙ]

Καθόντουσαν, το τσάι τους είχαν πιει
Και πιάσαν για τον έρωτα ομιλίες.
Ήταν καμπόσοι κύριοι αισθητικοί
Και κάτι αβρές κι ευαίσθητες κυρίες.

Πως πρέπει ν' αγαπούν πλατωνικά
Ο αδύνατος γερο-αυλικός φωνάζει.
Χαμογελά η κυρά του ειρωνικά,
Κι όμως με πόνο βαριαναστενάζει.

Το στόμα ανοίγει ο πάστορας φαρδύ:
Βαθιά δεν πρέπει ο έρωτας ν' αγγίζει.
Η υγεία μας προς αλλιώς θε να φθαρεί.
Κι η δεσποινίς «πώς τάχα;» ψιθυρίζει.

Λέει κι η κοντέσα μελαγχολική:
Αχ ο έρωτας είναι ένα πάθος μόνο!
Και δίνει με μια χάρη ευγενική
Ένα φλιτζάνι τσάι στον κυρ Βαρώνο.

Μία θέση ήταν ακόμα εκεί αδειανή,
Δεν ήσουν συ, λατρεία μου, να καθίσεις.
Πόσο γλυκά μπορούσες, φως μου εσύ,
Για τη δικιά σου αγάπη να μιλήσεις!

Heinrich Heine
*μτφ: Λέων Κουκούλας
-Χάινε, μεταφράσεις ποιημάτων του -


ΤΙ ΘΕΛΕΙ Η ΚΥΡΙΑ ΦΡΙΜΑΝ

«Ορίστε μας», σκέφτηκε, «άντε τώρα ν' αποδείξεις πως υπάρχει θεός, δικαιοσύνη, αλήθεια, συνέπεια και συνέχεια, αιτία και αιτιατό. Άντε ν' αποδείξεις πως είσαι ένας λογικός άνθρωπος που ξέρει γιατί ζει — και γιατί όχι -- γιατί πεθαίνει.» Έπεσε με τα μούτρα στο κρεβάτι και το μόνο που πρόφτασε να σκεφτεί ήταν: «Να της πάρω αύριο ένα τριαντάφυλλο... Θα καταλάβει...»

Την άλλη μέρα το πρωί είχε ένα κέφι απερίγραπτο. Το μεθυσμένο στράτευμά του ξαναγύρισε πειθαρχικά στους λόχους του, κάπως ντροπιασμένο, κι άρχισε μάλιστα να κάνει φανταχτερούς σχηματισμούς, άλλοτε ποιητικούς άλλοτε φιλοσοφικούς. Μερικές μάλιστα λέξεις πήραν προαγωγή, λέξεις όπως «αγάπη», «τρυφερότητα», «λαμπερά μάτια», κι άλλες πάλι υποβιβάστηκαν όπως «συμπερασματικά καταλήγω», ή προτάσεις όπως «η γνώμη αυτή δεν αποτελεί απαραίτητα και την τελική κρίση»... Αισθανόταν ερωτευμένος και ικανός για όλα. Όμως και η κυρία Φρίμαν το ίδιο αισθανόταν στο δωμάτιό της. Κι αυτή ήταν ερωτευμένη κι έτοιμη για όλα.

Ο καθένας τους μέσα στην αγάπη που τον κυρίευε κατά κύματα και του έφερνε πυρετό, λέω ο καθένας τους, στη φλογερή του επιθυμία να κατασπαράξει τον αγαπημένο του, να τον καταπιεί, να τον έχει ολότελα δικό του, να τον βάλει στην τσέπη του, στην καρδιά του, στο στόμα του, να τον μεταμοσχεύσει και να τον κάνει τρίτο χέρι, τρίτο πόδι, τρίτο νεφρό, λέω ο καθένας τους μέσα σ' αυτό το πάθος, ετοίμαζε προσεκτικά την πανοπλία του, φορούσε τα σιδερένια χειρόκτιά του, έβαζε την περικεφαλαία του, τα φτερά του, υπολόγιζε τις κινήσεις του, έτσι όπως θα συναντούσε τον πολυαγαπημένο εχθρό του στον περίβολο του πανεπιστημίου, με το κοντό γκαζόν που το ξυρίζουν με μανία και ποτέ δε βγάζει λουλούδια, ποτέ δε μεγαλώνει, λέω, ο καθένας τους σκεπτόταν τη στιγμή που θα χτυπούσε νευρικά η καρδιά του και θα αισθανόταν κάτι σαν λιγούρα κι αμέσως θ' άρχιζε η μονομαχία μ' ελαφρά χτυπήματα του σπαθιού, χωρίς πρόθεση τραυματισμού ή μάλιστα νίκης, έτσι φιλικά, έτσι σαν να έδινε ο ένας στον άλλο κουράγιο για μια αναίμακτη συνάντηση.

Πέτρος Αμπατζόγλου
-Τι θέλει η κυρία Φρίμαν-


ΕΠΕΣΕ ΕΡΩΤΑΣ

Είπα δε θέλω άλλο αίσθημα βαρύ,
άσπρο και μαύρο κάνουν γκρι
κι έχω μια θλίψη
γιατί είν' ο έρωτας μια πράξη τολμηρή
κι άντε να βρει καιρό η καρδιά να καταλήξει

Κάτι βδομάδες γυροφέρνω και μπορεί
η αυτοάμυνα να μ' έχει εγκαταλείψει
Κι αφού μπερδεύτηκα και σ' ερωτεύτηκα
πάμε ξανά για τ' ανεμοδαρμένα ύψη

Σταμάτης Κραουνάκης
- με τον Κώστα Μακεδόνα

Ετικέτες

permalink σχoλια: 0 ...

Σάββατο, Ιουνίου 01, 2013

222 ~ νύχτες, vi



Η νύχτα τούτη,
Μια ξεφάντωση.
Όπως κι η χτεσινή μου νύχτα.

Δημήτρης Καλοκύρης
-Τα τέσσερα θηρία του ορίζοντα-


ΣΤΙΣ ΠΑΡΥΦΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Βγαίνοντας απ' το όνειρο
σκοντάφτεις
πάνω στο φως ή στα έπιπλα,
που η νύχτα έφερε δίπλα στο κρεβάτι σου
ή αγγίζεις —ακόμα μισοκοιμισμένος—
την ιδρωμένη επιδερμίδα της γυναίκας πλάι σου
και επιστρέφεις...
Εγκαταλείπεις
στο βυθό της νύχτας την παράνομη ζωή σου'
λάμπουν στο φως τα χρώματά της
-γιά λίγο μόνο, ελάχιστα—
και σπαρταρούν, ώσπου
να τα τυλίξει το σκοτάδι της ημέρας.

Δημήτρης Μίγγας
-Ποίηση, τχ.10-


Η ΝΥΧΤΑ

Η νύχτα φτάνει. Έρχονται τ' άλογά της
να βουλιάξουν τους κήπους.
Την συντροφεύεις εσύ με των μαλλιών σου το δάσος
και τις απέραντες ακρογιαλιές σου.
Η νύχτα φτάνει. Το τύμπανό της
ξυπνάει τους ιαγουάρους.
Η αγρύπνια σαπίζει σαν φρούτο,
λυτό προχωρεί του νερού το φίδι.
Βασιλεύει η νύχτα. Το δέντρο της
απλώνει κλαδιά και ρίζες
πλέει τ' αρχέγονο κορμί της
πάνω από καθεδρικούς και πύργους.
Νικά η νύχτα. Τα δυο της πόδια
το τετράψηλο φως κατατροπώνουν.
Μόνο η καρδιά σου αγαπημένη
ανάμεσα στους ίσκιους είναι σπίτι
φωταγωγημένο.

Oscar Acosta
*μτφ: Μάγια-Μαρία Ρούσσου
-η λέξη, τχ.14-


H ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΧΕΡΙΑ

Eγώ έβλεπα τη νύχτα σαν κάτι να είχε πέσει πάνω στη γη', μια κατάβαση. Η βραδύτητά της μ' εμπόδιζε να την συγκρίνω με κάτι που κατέβαινε από μια σκάλα, για παράδειγμα. Μια παλίρροια πάνω σε άλλη παλίρροια, κι έτσι ακατάπαυστα, ώσπου να φτάσει μπροστά στα πόδια μου. Η πτώση της νύχτας ενωνόταν με την μοναδική έκταση της θάλασσας.

Οι φάροι των μηχανών φώτιζαν με τεθλασμένους τρόπους κι άρχισαν ν' ακούονται τα «τις ει;». Πηδούσαν οι φωνές από σκοπιά σε σκοπιά. Η νύχτα άρχισε να κατοικείται, να τρέφεται. Από μακρυά, την έβλεπα διαπερασμένη από ατέλειωτα σημάδια φωτός. Απόμακρη και φλύαρη, κυρίαρχη των παύσεών της, η νύχτα εισχωρούσε στο δωμάτιο όπου εγώ κοιμόμουν και αισθανόμουν πως απλωνόταν στον ύπνο μου. Στήριζα το κεφάλι σε έναν κυματισμό που έφτανε ως εμένα μ' ένα συνοφρύωμα αδιόρατης ελαφρότητας. Να νιώθω σαν στηριγμένος σ' ένα καπνό, σε μια τριχιά, ανάμεσα σε δυο νέφη. Η νύχτα μού χάριζε ένα δέρμα, έπρεπε να ήταν το δέρμα της νύχτας. Και γω στριφογυρνώντας σ' εκείνο το απέραντο δέρμα, που ενώ εγώ στριφογύριζα απλωνόταν ως την πόα των απαρχών.

Παιδί, περίμενα πάντα τη νύχτα με αναντίρρητο τρόμο. Ήταν για μένα, αναμφισβήτητα, το δωμάτιο που δεν ανοίγει, το μπαούλο με το χαμένο κλειδί, ο καθρέφτης όπου κάποιος στέκεται από τη δική μας μεριά, μια μορφή πειρασμού. Δεν ήταν η πρόκληση για μια περιπέτεια, ούτε η μαγεία στο βάθος του ορίζοντα. Δεν πήγαινε καβαλλικεύοντας πάνω στη νύχτα όταν εκείνη αποτραβιόταν, ούτε χρειαζόταν να ξαναχτίσει για τον άλλο, τον ημερήσιο ύπνο, τα θραύσματά μου που το δέρμα της νύχτας είχε αφήσει αποκλεισμένα πάνω στην κλίνη.

Το απέραντο δέρμα της νύχτας μού άφηνε αναρίθμητες αισθήσεις για αναρίθμητες συγκρίσεις. Ο σκύλος που στη διάρκεια της μέρας είχε περάσει πολλές φορές από πλάι μου χωρίς να τον προσέξουν σχεδόν, τώρα, στη διάρκεια της νύχτας, βρίσκεται στο πλευρό μου σαν κοιμισμένος και είναι τότε που τον κοιτάζω με την μεγαλύτερη επιμονή. Επισημαίνω το ανατρίχιασμα του δέρματός του, πως κουνάει την ουρά και τα πόδια θέλοντας να. διώξει ανύπαρχτες μύγες. Γαυγίζει κοιμισμένος και δείχνει θυμωμένος τα δόντια. Στη νύχτα έχει εχθρούς αόρατους που εξακολουθούν να τον ταλαιπωρούν. Οι θυμωμένες προγενέστερες αντιδράσεις του δεν εξαρτώνται από τις ημερηνές του αιτίες. Δεν εξαρτάται τη νύχτα από αφορμές, παρά, χωρίς να το ξέρει, σπέρνει αναρίθμητες αφορμές στο δέρμα της νύχτας που με σκεπάζει.

José Lezama Lima
*μτφ: Κώστας Ε. Τσιρόπουλος
-Ευθύνη, τχ.145-


ΤΑ ΕΝΥΔΡΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Νύχτα Σαββάτου με σαξόφωνα ιδρωμένα
άνεμος φέρνει τα τραγούδια και τα παίρνει
ήσουν δικιά μου μια στιγμή κι ύστερα ξένη
πίστη και άρνηση στα δυο σου μάτια ένα

Άστεγοι άγγελοι με τη βροχή στο αίμα
φωτιές ανάβουν στις πλαγιές του φεγγαριού
όσα μου έκρυβες μου τα πες μ' ένα ψέμμα
τη νύχτα που έτρεμες σαν φλόγα του κεριού

Δε με πειράζει έτσι είναι το παιχνίδι
βάλε τη μάσκα σου για ακόμα ένα ταξίδι
Στα δίχτυα του έρωτα όσοι έχουνε πιαστεί
μόνο στα λάθη τους θα μείνουνε πιστοί

Νύχτα Σαββάτου με ποτά ζαχαρωμένα
άνεμος φέρνει τις αγάπες και τις παίρνει
ήσουν ωραία σαν εικόνα δακρυσμένη
μηδέν και άπειρο στα δυο σου μάτια ένα

Πόσο μικρή απόψε μοιάζει η πολιτεία
κι εγώ μια θάλασσα γυρεύω ν' ανοιχτώ
Έλα σαν άνεμος και σαν παλιά αμαρτία
όποιο κι αν είναι το ποτό σου θα το πιω

Φίλιππος Πλιάτσικας / Άλκης Αλκαίος

Ετικέτες

permalink σχoλια: 0 ...