παρα-κείμενα

Σάββατο, Νοεμβρίου 23, 2013

231 ~ τα παιδικά, iii



Μέρες μου παιδικές, υπήρξατε ή δεν υπήρξατε ποτέ;

Γιάννης Καμαρινάκης
-Επιλογή Β-


Εδώ τελειώνουν οι προσωποποιήσεις
οι παρομοιώσεις
κι όλα τα καλολογικά στοιχεία
ελπίζω
κι όμως φοβάμαι ξανά
τις συνέπειες της απόφασης αυτής
λέω πως πάλι
θα γίνουν όλα σαν και πρώτα
και σου φωνάζω
εεεεε
ααααα
μα δεν ακούς
δε γυρίζεις πίσω
στα παλιά καλοκαίρια
που στέκονται άδειες μπουκάλες αναψυκτικών

καταλαβαίνεις βέβαια
πως καμιά φυσιολατρική διάθεση
δεν υπάρχει στα λόγια μου
λίγος φόβος μόνο
λίγος δισταγμός
μερικές λέξεις ασήμαντες κατά τ' άλλα
«κοιμήσου» «αγόρι μου» «σσσσ»
η συλλογή των γραμματοσήμων μου χαρισμένη
τα παιδικά μου περιοδικά πεταμένα
και τα παιχνίδια τόσο εύθραυστα
τόσο γυάλινα
που αν τ' αγγίξω θα γίνουνε σκόνη

Γιάννης Ευσταθιάδης
-Ποιήματα 1975-1998-


Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

Το παιδί που ήμουν κάποτε, ήρθε σ' εμένα
μια φορά,
με πρόσωπο αλλόκοτο.

Δε μίλησε διόλου. Περπατήσαμε
ατενίζοντας ο ένας προς τον άλλο με σιωπή. Τα βήματά μας
ποτάμι που κυλάει παράξενα.

Οι ρίζες μάς ένωσαν, στο όνομα των φύλλων που στροβιλίζει το αγέρι,
Έπειτα χωρίσαμε,
δάσος που το γράφει η γη και το αφηγούνται οι εποχές.

Ω παιδί που ήμουν κάποτε, βγες μπροστά
Τι είναι αυτό που μας ενώνει, τώρα, και τι θα λέμε;

Άδωνης
*μτφ: Ελένη Κονδύλη-Μπασούκου
-Άδωνης - Οι αναλογίες και οι αρχές-


ΠΡΟΜΗΝΥΜΑ

Ο Αλέξης ήτανε μικρός πολύ τότε, μα τα κατάφερνε μια χαρά να σκαρφαλώνη στα δέντρα και να πιάνη τζιτζίκια. Του άρεσε ακόμα να κατασκοπεύη τα μερμήγκια στα ατέλειωτα πήγαινε-έλα, με το σπυρί του σταριού στις ξανθές τους δαγκάνες. Άλλοτε γινότανε χτίστης. Σκάρωνε σπίτια ή δρόμους ή μικρούς φούρνους. Η Λία δεν τα κατάφερνε διόλου καλά σε κάτι τέτοια — ήτανε βλέπεις κορίτσι αυτή. Και παρακολουθούσε λυπημένη.

Μα το πιο ωραίο και για τους δυο τους ήτανε να το σκάσουν απ' τα σπίτια τους και να κατεβούνε στο χωριάτικο καλύβι. Οι μεγάλοι φωνάζανε γι' αυτό, μα ποιος τους άκουγε; Είχανε πολλά πράγματα να δούνε στο καλύβι. Κι ο Αλέξης, που ήταν τολμηρότερος, παρακαλούσε τον καπετά - Νικόλα να τον πάρη μαζί που θα 'ριχνε τα δίχτυα. Και πια, δεν ήταν να τον δής. Ριχνόταν με τα μούτρα στην πλώρη της βάρκας και χάζευε το νερό που, καμμιά φορά, ήτανε ζωντανό κι ανατριχιασμένο, ως τα πράσινα βάθη του. Τα μάτια του τότε ξάνοιγαν σπρωγμένα από μιαν ανήσυχη περιέργεια. Τις περισσότερες όμως φορές έμενε στο καλύβι. Ο καπετάνιος μπάλωνε το δίχτυ του κι αυτός χάζευε, υστερώτερα τον βοηθούσε κιόλας. Πιο πέρα, η Λία έπαιζε τις κουμπάρες με την Αλέκα, τη μικρή ψαροπούλα.

Αντώνης Βουσβούνης


Ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΑΣ

Τι να σου πω, τι να σου πω, τι να σου πω
που να μην το 'χει πει κανένας για κανένα
Εγώ μονάχα ένα πράγμα θα σου πω:
μου φτάνει πως μεγάλωσα με σένα

Πού είσαι τώρα και σ' έχω χάσει
καλέ μου φίλε Γιώργο Θαλάσση


Λουκιανός Κηλαηδόνης

Ετικέτες

permalink

0 Comments:

Δημοσίευση σχολίου

<< Επιστροφή στην αρχική σελίδα